- βασανιστηρίου
- βασανιστήριονquestion-chamberneut gen sgβασανιστήριοςofmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γκουσπίζω — και γκουσπώ ( άω) ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούσπος* «είδος βασανιστηρίου»] … Dictionary of Greek
καυστηριασμός — καυστηριασμός, ὁ (Μ) [καυστηριάζω] είδος βασανιστηρίου, κάψιμο με πυρακτωμένο σίδερο … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek
κούσπος — κοῡσπος, ὁ (AM) είδος βασανιστηρίου οργάνου, η ποδοκάκη, ο φάλαγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cuspus] … Dictionary of Greek
κυσοδόχη — κυσοδόχη, ἡ (Α) είδος ξύλινου δεσμού ή βασανιστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
μολυβδίδα — η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, ίδος) [μόλυβδος] το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα νεοελλ. 1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής 2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο… … Dictionary of Greek
πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… … Dictionary of Greek
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek
σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… … Dictionary of Greek